Σχόλιο για τις αξίες |
H παρόχθια βλάστηση όπως και η υπόλοιπη βλάστηση κατά μήκος των όχθεων καθώς επίσης και η πεδιάδα του ποταμού, γενικά, έχουν μεγάλη σημασία για τους εξής λόγους: α) προστασία του εδάφους από τη διάβρωση και την κατολίσθηση, β) διαμόρφψση σημαντικών ενδιαιτημάτων για τα ζώα της περιοχής (κυρίως για το είδος Lutra lutra και για πολλά είδη πτηνών), γ) τη μείωση της ρύπανσης του ποταμού, δ) συγκράτηση των υλικών κατάντη του ποταμού, ε) τη βελτίωση, άμεση ή έμμεση, του κλίματος στην ευρύτερη περιοχή. Τα Ελληνικά ενδημικά είδη προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία (Προεδρικό Διάταγμα 67/81) και περιλαμβάνεται στη βάση δεδομένων WCMC των φυτών ως «σπάνιο». Τα είδη Alnus glutinosa και Fraxinus angustifolia (περιλαμβάνεται στο πεδίο 3.3 με αξιολόγηση D) παρουσιάζουν περιορισμένη εξάπλωση στην Ελλάδα και οι πληθυσμοί του θα πρέπει να προστατευτούν. Μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων (δασών, παρόχθιων κοινωνιών, μακκί), σε πολύ κατάσταση διατήρησης, εμφανίζονται στην περιοχή. Το γεγονός αυτό, προστίθεται στη γεωμορφολογία και στο απροσπέλαστο της περιοχής εξηγούν την πλούσια πανίδα της περιοχής, κυρίως την ορνιθοπανίδα. Επιπλέον, εκτός από την οικολογική σημασία, ο ποταμός Αχελώος είναι σημαντικός και αξιόλογος για τους εξής λόγους: 1) αισθητική αξία του φυσικού περιβάλλοντος, 2) το σπουδαίο δυναμικό για περιβαλλοντική εκπαίδευση που προσφέρει, 3) η σημασία του για επιστημονική έρευνα, 4) η καταλληλότητά του για δραστηριότητες αναψυχής. Επιπλέον, η περιοχή είναι υψηλής σημασίας λόγω της παρουσίας πολλών απειλούμενων και προστατευόμενων ειδών ζώων στα οποία προσφέρει ένα από τα λίγα καταφύγια. Παρατηρείται μια αναπαραγόμενη αποικία του είδους Griffon vultures (Gyps fulvus) καθώς επίσης και άλλα αρπακτικά (Aquila chrysaetos, Neophron percnopterus, κτλ.). Πράγματι, η περιοχή χρησιμοποιείται από μεταναστευτικά είδη πτηνών ως ενδιάμεσος σταθμός και θεωρείται μία από τις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (Σ.Π.Π.Ε.). Η βίδρα (Lutra lutra) live in Acheloos river and the periodical presence of the brown bear (Ursus arctos) έχει καταγραφεί στον Αχελώο, στο νότιο τμήμα της περιοχής. Ο ποταμός αυτός αποτελεί, επίσης, ενδιαίτημα για σημαντικά είδη ψαριών που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα II της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ: το ενδημικό είδος Pseudophoxinus pleurobipunctatus (περιλαμβάνεται στο πεδίο 3.2 με το συνώνυμο Phoxinellus spp.). Όλα είναι απειλούμενα είδη ή τοπικά απειλούμενα. Όσον αφορά στην πανίδα, εκτός των πτηνών, ορισμένα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ έχουν καταγραφεί στην περιοχή (πεδίο 3.2). Μεταξύ αυτών, η καφέ αρκούδα Ursus arctos έχει καταγραφεί περιστασιακά στο βόρειο τμήμα της περιοχής. Αποτελεί είδος προτεραιότητας της Οδηγίας και απειλούμενο ελληνικό είδος (κατηγορία «κινδυνεύον»). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Οικονομίδη (προς. επικοιν.), το είδος Phoxinellus spp. δίνεται ως P. pleurobipunctatus. Αρκετά ακόμη, είδη σπονδυλόζωων, πλην των ψαριών, έχουν αξιολογηθεί ως Άλλα και Ελληνικά σημαντικά είδη σύμφωνα με το σύστημα αξιολόγησης που χρησιμοποιείται στα πεδία 3.3 και 3.4. Τα είδη Canis lupus και Capreolus capreolus, είναι απειλούμενα ελληνικά και χαρακτηρίζεται «τρωτά». Το είδος Scardinius acarnanicus είναι ενδημικό της Ελλάδας. Εκτός από τα είδη του γένους Apodemus και το είδος Scardinius acarnanicus, τα υπόλοιπα είδη προστατεύονται από τη Σύμβαση της Βέρνης. Η αγριόγατα Felis silvestris αναφέρεται επίσης στη Σύμβαση CITES. Η αναφορά στα είδη αυτά δικαιολογεί την αξιολόγηση C. Επιπρόσθετα, τα περισσότερα από αυτά τα είδη προστατεύονται από την ελληνική νομοθεσία (Προεδρικό Διάταγμα 67/81) (εξαιρέσεις αποτελούν τα εξής: Rana ridibunda, Vipera ammodytes, τα δύο taxa Apodemus, Martes foina, Felis silvestris, C. Capreolus και τα κυπρινοείδη Leuciscus svallize και Scardinius acarnanicus]). Τα είδη Bufo viridis, Rana dalmatina, Canis lupus, Felis silvestris και C. capreolus περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα CORINE-Biotopes. Οι σαύρες Alygyroides nigropunctatus και Podarcis erhardii, καθώς και τα δύο taxa Apodemus, καθώς και ο λύκος Canis lupus είναι βαλκανικά ελληνικά και όλα αναφέρονται σε δύο ακόμη διεθνή έγγραφα: τον Κόκκινο Κατάλογο της IUCN (1988) και τον Κατάλογο της UNEP. Για όλους αυτούς τους λόγους, τα σχετικά taxa δέχονται αξιολόγηση D. Τα ασπόνδυλα που αναφέρονται στα πεδία 3.3 και 3.4 με αξιολόγηση D προστατεύονται από την ελληνική νομοθεσία (Προεδρικό Διάταγμα 67/81). |